-
1 παρακύπτω
A stoop sideways, of the attitude of a bad harp-player, Ar.Ach.16 ; lean over a railing, POxy.475.23 (ii A.D.).II stoop for the purpose of looking, and so,2 peep out of a door or window,ἐκ θυρίδος Ar.Th. 797
, cf. 799, V. 178 ;π. ὥσπερ γαλῆ Id.Ec. 924
; of girls peeping after a lover, Id. Pax 982, 985, Theoc.3.7 ;διὰ τῶν θυρίδων LXX Ca.2.9
; π. τὸν ἐραστὴν ἰδεῖν so as to see him, Plu.2.766d: metaph., σωτηρία παρέκυψε a hope of safety peeped out, Ar.Ec. 202 ; ὀδόντων παρακυψάντων, of the first teeth, Sor.1.118 : folld. by an interrog. clause, peep out and see,π. τίς ἄνεμος πνεῖ Arr.Epict.1.1.16
:— [voice] Pass., θυρίδες παρακυπτόμεναι prob. out of which people look, LXX 3 Ki.6.9(4).3 of persons outside a place, peep in, look in, εἰς οἰκίαν ib.Si. 21.23 ;παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον Ev.Jo.20.11
; παρακύψας βλέπει ib. 5, Ev.Luc.24.12 ;ὁ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον Ep.Jac.1.25
;π. εἰς τὰ ὑμέτερα Luc.Pisc.30
, cf. 1 Ep.Pet.1.12 ; of a thing, appear in,ἐς ἀρχόν Hp.Fist.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακύπτω
См. также в других словарях:
παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… … Dictionary of Greek